- τηλία
- η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Ανεοελλ.πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητήαρχ.1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια3. τραπέζι ή μικρή εξέδρα για αλεκτορομαχίες4. ξύλινο περιθώριο κόσκινου («οὐ ἡ τηλία τίθεται καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσιν», Αισχίν.)5. σκέπασμα καπνοδόχου («ἀτὰρ οὐκέτ' ἐρρήσεις γε, ποῡ 'σθ' ἡ τηλία;», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει κατάλ. -ία (πρβλ. κλισ-ία, σχεδ-ία) και δηλώνει ορισμένα αντικείμενα με συγκεκριμένες, ειδικές χρήσεις που διαφέρουν μεταξύ τους. Κατά την επικρατέστερη άποψη, αρχική σημ. τού τ. τηλία / σηλία πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «ξύλινο περιθώριο κόσκινου σιτηρών», από την οποία προήλθαν οι υπόλοιπες ειδικότερες σημ. τού τ., οπότε η λ. μπορεί να συνδεθεί με τα ρ. σήθω* και διαττῶ*, που έχουν τη σημ. «κοσκινίζω». Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *tel- «επίπεδος» (πρβλ. αρχ. ινδ. talam «επιφάνεια», λατ. tellus «γη»), η οποία, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις διάφορες σημ. τής λέξης].
Dictionary of Greek. 2013.